-
1 μελίτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίτινος
См. также в других словарях:
μελίτινος — μελίτινος, ίνη, ον (ΑM) 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι», Διογ. Λαέρτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. γύψ ινος)] … Dictionary of Greek